χοιρόχορτο

χοιρόχορτο

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χοιρόχορτο" в других словарях:

  • χοιρόχορτο — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + χόρτο] …   Dictionary of Greek

  • τρούφα — η (λ. γαλλ.) 1. είδος λάχανου, ύδνο, χοιρόχορτο. 2. γλύκισμα σοκολάτας σε σχήμα ύδνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»