χοιρόχορτο
Смотреть что такое "χοιρόχορτο" в других словарях:
χοιρόχορτο — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + χόρτο] … Dictionary of Greek
τρούφα — η (λ. γαλλ.) 1. είδος λάχανου, ύδνο, χοιρόχορτο. 2. γλύκισμα σοκολάτας σε σχήμα ύδνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)